Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΤΣΕΛΕΠΗ ΣΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑΚΑΔΟ ΣΕΛΙΝΟΥ ΚΑΝΤΑΝΟΥ

 

Του Ευτύχη Κορκίδη



    « Στο (ν)τόπ’ αυτό απού πατείς, μια σπιθαμή, αν σκάψεις,  

      αίμα τση λεφτεριάς θα βγει, ήρωες θα ξεθάψεις »

     Αυτά τα λόγια, θα ταίριαζαν ίσως σ’ αυτόν εδώ τον ιστορικό  και αιματοβαμμένο και περίοπτο τόπο στον οικισμό Μπαμπακάδο, που βρισκόμαστε.

 Αρχίζοντας την αναφορά μου, δεν μπορώ να παραλείψω, ότι λίγα βήματα πίσω μου, γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη, ο Αντώνιος, πριν μετοικίσει μόνιμα στην Θεσσαλονίκη.

     Μετά την επανάσταση  του Δασκαλογιάννη (1779-80) και μέχρι  την επανάσταση  του 1821, τα καμώματα των ασύδοτων και ανελέγκτων γενίτσαρων και γενιτσαροαγάδων, είναι απερίγραπτα σε όλο το νησί, αλλά ιδιαίτερα στην περιοχή του Σελίνου, όπου οι γενίτσαροι ανάγκασαν πολλούς χριστιανούς να αλλαξοπιστήσουν. Οι εξωμότες αυτοί παλιοί τιμαριούχοι οι περισσότεροι της Ενετοκρατίας…προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμια και τις ακίνητες περιουσίες τους έπρεπε και να αποδείξουν, ότι είναι πιστοί στο κοράνι, που μόλις ασπάστηκαν, διέπρατταν κατά των άλλοτε ομόθρησκών τους, απάνθρωπα εγκλήματα, που τα χαρακτηρίζονται από τα πιο άγρια του νησιού. Ο Καούρης του Αζωγυρέ, εξορμώντας από την γενιτσαροφωλιά του Σεράγιου της Καντάνου και περιτρέχοντας την επαρχία, άφησε ακόμη και μέχρι τις μέρες μας, ανεξίτηλες τις διηγήσεις των παλιότερων, με τα απάνθρωπα και πρωτοφανή σε αγριότητα, εγκλήματά του, κατά των χριστιανών.

      Αλλά και οι άλλοι γενίτσαροι της επαρχίας, δεν έμειναν πίσω, από παρόμοιες θηριωδίες. Οι Τρώδηδες, οι Τζινάληδες, οι Βεργέρηδες, οι Μεμέτηδες, οι Τζεβρέμηδες, οι Αργυράκηδες κα. εξωρμούσαν από τα χωριά τους και από τον Ορντά του Σεράγιου και αφού έπαιρναν και τα υπόλοιπα ανθρωπόμορφα τέρατα, από τον Ορντά του Κουφαλωτού, επέβαλαν τις ασύδοτες και ανεξέλεγκτες εγκληματικές πράξεις τους, κατά των χριστιανών. Αλλά και απ’ την μεριά τους οι χριστιανοί, βγήκαν στο κλαδί και δημιούργησαν ομάδες δράσης, με διάφορα ονόματα, τους Χαϊνηδες, τους Μπαταξήδες, τους Καλησπέρηδες, τους Γραμβουσιανούς αργότερα κ.α. και περνούσαν από μαχαίρι τους ανεξέλεγκτους γενίτσαρους. Οι γενίτσαροι εξορμούσαν, από τους ορντάδες τους λοιπόν, και οι κατατρεγμένοι χριστιανοί, εξορμούσαν κι’ αυτοί, από τα απάτητα φαράγγια και λιμέρια της Μαδάρας, της Ακονιζιάς, της Αχλάδας, του Φαραγγιού της Αγίας Ειρήνης με το ζωντανό και προστατευμένο καταφύγιο των Λακκοζωγραφιωτών, στα πολλά σπιτάκια και τους αφάνιζαν.  Ο Γιώργιακας,  ο ΘοδωροΜανώλης, ο Σαμαριανός ΚαλογεροΓιάννης, ο ΚορκιδοΓιώργης, ο ΜπασιαδΑντώνης, ο ΚουμοΙάκωβος, ο Γαλακτίωνας ο Ψαρομίληγκος και ο Παπαδογιάννης από τον Πελεκάνο, ο ΚατσιγαροΠαναγιώτης από την Σπίνα, ο ΠενταροΓιάννης, απ την Αγία Ειρήνη, ο Κλεινές απ’ την Σκάφη, ο Ντιγριντής, είναι μερικοί, μόνο απ’ αυτούς.

Κάτω από μια τέτοια κατακτητική καταπίεση, άπλωσε τα πλοκάμια της η Φιλική Εταιρεία, αριθμώντας μάλιστα εκατοντάδες μέλη, στην Κρήτη.      

Κάπως έτσι είχαν  τα πράγματα πριν  τον μεγάλο ξεσηκωμό του 1821, όχι μόνο στο Σέλινο, αλλά και σε ολόκληρο  το νησί και στον Ελλαδικό υπόδουλο κόσμο.

Με την ευνοϊκή συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας, όπου αναπτύχθηκε το εμπόριο και η ναυσιπλοΐα, οι Σφακιανοί εμπορευόμενοι πλοιοκτήτες είχαν 27 πλοία.

Ένα πλοίο, ιδιοκτησίας του Ανδ.  Κριαρά, με πλοίαρχο τον Μανούσο Δασκαλάκη και γραμματικό του τον αδελφό του Γεώργιο, που στο εξής θα τον αποκαλούμε, Τσελεπή, προσωνύμιο που του έδωσαν, εξ αιτίας του όμορφου και λεβεντογενούς αναστήματός του, βρέθηκαν στην Πόλη, όταν ο Αλ. Υψηλάντης εισέβαλε στην Μολδοβλαχία (14  Μαρτ. 1821).  

        Είχαν εμπορευτεί λάδι τυρί και σαπούνι, απ’ τα έσοδα των οποίων, είχαν προμηθευτεί μπαρουτόβολα, για τις ανάγκες της εκκολαπτόμενης επανάστασης, όταν ξέσπασαν άγριες σφαγές και κάθε είδους βιαιοπραγίες κατά των χριστιανών της Πόλης. Είχε απαγορευθεί κάθε κίνηση πλοίων και οι δύο αδελφοί ήταν εγκλωβισμένοι στον Κεράτιο κόλπο.

    Όσο περνούσαν οι μέρες, η αναταραχή στην Πόλη φούντωνε και παράλληλα μεγάλωνε και η αγωνία των αδελφών Δασκαλάκη, για την αμφίβολη τύχη τους. Ένα μεσημέρι όμως, μια ηλικιωμένη γυναίκα, με μοναχική περιβολή, τραβώντας απ’ το χέρι ένα νεαρό κορίτσι και με ένα οπλισμένο σωματοφύλακα, που τους συνόδευε, πλησίασε το καράβι και ρώτησε τους Σφακιανούς…..

   Από πού είστε καπεταναίοι; Από την Κρήτη.   Της απάντησαν.

  Κρητικιά  είμαι κι’ εγώ. Θα με πάρετε ως την Τήνο;

Και πως καημένη, που δεν μας αφήνουν  να φύγουμε ;Εγώ θα βρω τρόπο. Να ετοιμαστείτε και με το βράδιασμα…., θα αναχωρήσουμε … Και έφυγε.

Δεν είχε νυχτώσει ακόμη και μια βάρκα με στρατιωτική προστασία, πλησίασε το πλοίο, η μοναχή με το νεαρό κορίτσι επιβιβάστηκαν σ’ αυτό, έχοντας μαζί της και γραπτή άδεια, που επέτρεπαν στο πλοίο να ταξιδεύσει, όποτε ήθελαν.  Μετά από αρκετές ώρες ταξιδιού και καθώς είχαν ξανοιχτεί στο πέλαγος,  ρώτησαν την άγνωστη επιβάτισσα:

Ποια είσαι …..Και έχεις τόση επιρροή; « Είμαι απ’ τα Σφακιά !»    Απάντησε η καλόγρια.

   « Η κόρη του Δασκαλογιάννη η Μαρία, που έγδαραν ζωντανό οι Αγαρηνοί στο Ηράκλειο. Ο Βεζύρης με παρέδωσε στον δεφτερδάφη (αρχιλογιστή) του Κάστρου, για γυναίκα του και αυτός…. με έφερε εδώ στην Πόλη, όπου έγινε ανώτατος οικονομικός υπάλληλος του Σουλτάνου. Πριν 5 χρόνια πέθανε και πέθαναν και τα δυο παιδιά του. Έκτοτε με είχε, υπό την προστασία του, ο Μεγάλος διερμηνέας του Σουλτάνου, Μουρούζης, ο οποίος μου υπόγραψε και την άδεια να φύγουμε». Δεν είχε τελειώσει τα λόγια της η καλόγρια κι’ ο Τσελεπής και ο Μανούσος την αγκάλιασαν …..

- Είσαι η θεία μας η Μαρία ! ! Η αδελφή του πατέρα μας !! Και δεν γνωρίζαμε, ότι ζεις….!

        Βλέποντας την ομορφιά και την λεβεντιά του ανιψιού της στην συνέχεια, η Μαρία, του πρότεινε και αυτός δέχτηκε, να αρραβωνιαστεί την κόρη, που είχε μαζί της, την ΗΡΑΚΛΕΙΑ, όπως την έλεγαν, που ήταν ορφανή,  αλλά είχε ηγεμονική καταγωγή, από την οικογένεια των Καρατζάδων. Η κατ’ άλλους, ήταν η ίδια η κόρη του Μουρούζη.

Ο Τσελεπής, αφού αρραβωνιάστηκε την όμορφη Ηράκλεια, την άφησε με την θεία του στο μοσταστήρι της Τήνου και έφυγε.

     Η Μαρία Δασκαλογιάννη  ήταν ευκατάστατη και βοήθησε οικονομικά στην ανέγερση της εκκλ. της Παναγίας της Τήνου,, όμως χρηματοδότησε τον ανιψιό της  και το σωματοφύλακα της οικογένειας, Μαυσταφά Ναή, που ήταν ο κρυφοχριστιανός Νικ. Ρόκας από την Αττική και στρατολόγησαν Κρητικούς από την Σάμο και ήλθαν στην Κρήτη, να ενισχύσουν  τον αγώνα.

α. Όλους αυτούς λοιπόν, είκοσι τον αριθμό, παρέλαβε ο Τσελεπής και τους αποβίβασε στο Λουτρό.

    Μετά και από τις απανωτές επαναστατικές συσκέψεις, στα «Γλυκά νερά», στο «Λουτρό» κ.α. οι επαναστάτες της Κρήτης κατέληξαν  στην τελευταία στην Θυμιανή  Παναγιά στους Κομητάδες των Σφακιώ (29 Μαΐου1821), όπου οι 1500 συγκεντρωμένοι, αποφάσισαν την κήρυξη της επαναστάσεως στην Κρήτη, αναδεικνύοντας παράλληλα και τους αρχηγούς, που θα την καθοδηγούσαν, ανάμεσα των οποίων, ήταν και ο Τσελεπής.

 Αμέτρητα είναι τα επιτυχή στρατηγήματα του Τσελεπή στον Λούλο των Κεραμειών, στον  Κάμπο των Χανιώ, στην Μαλάξα, στο Θέρισσο και αλλού, τα αποτελέσματα των οποίων τόσο φόβο έσπειραν στους τούρκους, που ανησυχούσαν ακόμη και για την ασφάλειά τους μέσα στο κάστρο των Χανιώ. Πολλοί τον παρομοίαζαν, με αυτόν τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, όπου μάλιστα χωρίς να έχει διδαχτεί την πολεμική τέχνη, κατάφερνε καίρια κτυπήματα, στον οργανωμένο τουρκικό στρατό.   

    Αφ’ ότου δε κατέβηκε και ο Αφεντούλιεφ, διορισμένος από τον ίδιο τον Δημ. Υψηλάντη, όπου και ανέλαβε την ηγεσία του απελευθερωτικού αγώνα, ως Γενικός Έπαρχος Κρήτης (25 Οκτ1821). Στον Τσελεπή ανατέθηκε η ευθύνη, μαζί με τον επίσης Σφακιανό Αναγν. Παναγιώτου, της Επαρχίας Σελίνου και Κισσάμου.

     Μετά και τις νίκες των επαναστατών και κυρίως μετά και την επαναστατική πεποίθηση, που απόκτησαν οι επαναστάτες, με τις συνεχείς επιτυχίες, υπό την αρχηγία του Τσελεπή στην περιοχή  των Χανίων, ο Αφεντούλιεφ, διέταξε τον Τσελεπή με 1500 επαναστάτες να επιτεθεί και να λευτερώσει το Σέλινο, από τους αιμοσταγείς και γνωστούς, για την μαχητικότητα και αγριότητά τους, Σελινιώτες τούρκους.

   Με το άκουσμα της άφιξης του Τσελεπή στο Σέλινο, οι τούρκοι απανταχού της επαρχίας, μάζεψαν τα ζωντανά τους και τις πραμάτειες τους και κατέφυγαν στο κάστρο της Καντάνου, για να προστατευτούν. Παράλληλα ο ΤσισκοΒασίλης, με τα παλληκάρια του, ήδη βρισκόταν στην περιοχή της Καντάνου, αλλά δεν  άργησαν να παρουσιαστούν, ο Θερισιανός Βασ. Χάλης και ο Κεραμειανός Παπαντρέας, με τα παλληκάρια τους και έπιασαν μετερίζια στα Ρούματα, για να εμποδίσουν τυχόν βοήθεια των αποκλεισμένων τούρκων. Ο γενιτσαροαγάς Καούρης, από το ορμητήριό του, την Κάντανο, αφού στρατολόγησε, όσους μπορούσε, κράτησε άμυνα κατά του Τσελεπή, όμως γρήγορα υποχώρησε και καταδιωκόμενος στην περιοχή του Σταυρού και του Μπαμπακάδου, κλείστηκε με εκατό τούρκους στο πυργόσπιτο του Μπαμπακάδου.

    Όση όμως άμυνα και να προέβαλαν οι τούρκοι αυτοί, υπό τον αιμοσταγή Καούρη, υποχώρησαν και μόνο μια ομάδα από οκτώ απ’ αυτούς, που δεν μπόρεσαν να διαφύγουν κλείστηκαν μέσα σε ένα ζευγόσπιτο. Μέσα απ’ αυτό, όλη την διάρκεια της ημέρας πυροβολούσαν κατά των επιτιθεμένων επαναστατών, μέχρι, που το απόγευμα διακόσοι αγωνιστές, υπό τον Τσελεπή περικύκλωσαν το ζευγόσπιτο. Ο Τσελεπής μαζί με τους Π. Ντιγριντή, Ιωαν. Πεντάρη και Εμ. Πετράκη, ανέβηκαν στο χωμάτινο δώμα και προσπαθούσαν να ρίψουν στο εσωτερικό αναμμένα λαδωμένα πανιά και άλλες εύφλεκτες ύλες, προκειμένου να προκαλέσουν  στους αμυνομένους ασφυξία και να εξέλθουν.

   Ο Τσελεπής στην προσπάθειά του να διανοίξει με τον σπαθί του, μια τρύπα στο χωμάτινο δώμα, δέχτηκε μια σφαίρα την κατάλληλη στιγμή και όταν την είχε ολοκληρώσει, από τους αμυνομένους και τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο απρόσμενος θάνατος του αρχηγού καταπλάκωσε τις καρδιές των επαναστατών. Έτρεξαν και τον σήκωσαν, για να μην τον σκυλεύσουν οι τούρκοι, και μαζί με άλλα 13 παλληκάρια από τα Σφακιά, που σκοτώθηκαν  στις επιθέσεις αυτές, ανάμεσά τους και ο γιος του ήρωα της Σάμου, ΧατζηΓιώργη Κελαϊδή του Μουριώτη, και αφού κατασκεύασαν φορεία, από χοντρά πλατανόξυλα και κλαδιά και πατανίες, για την μεταφορά των νεκρών  τους, αναχώρησαν, για τα Σφακιά. Οι οκτώ τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την ησυχία, που ακολούθησε, εγκατέλειψαν το ζευγόσπιτο τα μεσάνυχτα.

Η λαϊκή μούσα κατέγραψε τον ηρωικό θάνατο του αρχηγού, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρει :

« …………………………………………………….

 Τον γιαταγάνι του ’συρε το δώμα να τρυπήσει,

να τωνε ρίξει τη φωτιά, ούλους να τσοι κεντήσει.

Το Ζουναλάκι το μικρό του στέκει το τουφέκι,

Και στα καλά του ξάμωσε του Τσελεπή στον μπέτη.

Στον μπέτη του την ξάμωσε, στο στόμα του τη βάνει

Και τότες σας εφώναξε ο Τσελεπής «Αμάνι». ………………………………………………………..»

      Ο νεκρός αρχηγός μεταφέρθηκε και θάφτηκε στην εκκλησία της Παναγιάς στο Λουτρό, κάτω από ένα βαρύ πένθος, για την επαρχία και με την πάνδημη παρουσία, των συνεπαρχιωτών του και όχι μόνο, αλλά και αγωνιστών, από όλα τα επαναστατικά στρατόπεδα. Παράλληλα, δυο πλοία (ένα Γαλικό και ένα Αγγλικό) προσορμίστηκαν, στο Λουτρού και απέδωσαν με την παρουσία τους, τιμή στον Ήρωα, κατά των ώρα της κηδείας του.

    Μετά τον ηρωϊκό θάνατο του Τσελεπή, οι τούρκοι του Σελίνου, ξεχύθηκαν   στην επαρχία, πιο άγριοι και πιο απειλητικοί. Ο γενιτσαροαγάς Καούρης, αφάνιζε ολόκληρους οικισμούς, με πρωτοφανή αγριότητα. Η Σφαγή  των Ασφεντηλιανώ στην Σησαμιά του Αζωγυρέ, η μεγάλη σφαγή  του Κακοδικίου, ήταν μόνο δύο από τις θηριώδεις πράξεις του.

    Διάδοχος του Τσελεπή, αναδείχτηκε ο επίσης Σφακιανός Χατζηδάκης Νικηφόρος, όπου σε μια αιφνίδια αντεπίθεση πολιάρθμων τούρκων, υπό το εξαγριωμένο και ικανότατο αρχηγό τους, τον Καούρη, ανάγκασαν τους επαναστάτες να υποχωρήσουν και να εγκαταλείψουν τις θέσεις των ηττημένοι, στο Αργαστήρι Σελίνου. Ο Χατζηδάκης, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους υποχωρούντας επαναστάτες, και αφού περικυκλώθηκε σε ερείπιο του συνοικισμού Σκουλουδιανά και στην θέση «στου Θόδωρη την Στέρνα», εξάντλησε όσα μπαρουτόβολα, είχε στην διάθεσή του, όρμησε εναντίον τους, διατρυπώντας με το σπαθί του, όσους τούρκους μπόρεσε. Ο λιθοβολισμός όμως, που ακολούθησε, του επέφερε στην συνέχεια και τον ηρωϊκό του θάνατο.

   Βαρύ το πλήγμα, για την επανάσταση και για την επαναστατική κοινωνία, ο ηρωϊκός θάνατος δυο Σφακιανών Αρχηγών και μάλιστα υπερασπιζόμενοι πεδία μαχών στο Σέλινο. Τον ήρωα Νικ.  Χατζηδάκη διαδέχτηκε ο επίσης Σφακιανός Παπαπωλάκης, για να καταλήξει τελικά η αρχηγική επαναστατική ευθύνη, του Σελίνου, τους περιβόητους και μαχητικούς Σελινιώτες, τον Ιάκωβο Κουμή από την Σπίνα και τον Τσισκάκη Φραγκιά (ΤσισκοΦραγκιά), από τον Βληθιά Σελίνου.

     Τα επόμενα δυο χρόνια ο ένας τούρκος πασάς, διαδέχονταν  τον άλλο, αφήνοντας στα πεδία των μαχών και των αψιμαχιών εκατόμβες νεκρών, από τους διψασμένους και ξεσηκωμένους χριστιανούς. Θα έλεγε κανείς ότι οι ώριμοι πια επαναστάτες, τόσο στον τακτικό πόλεμο, όσο και στον κλεφτοπόλεμο, που έτσι κι’ αλλιώς, ήταν το στοιχείο τους. Στις 21 του Μάη του 1823 καταφθάνει στην Κρήτη ο Εμ. Τομπάζης, σε αντικατάσταση του Αφεντούλιεφ. Επιτέθηκε στο Σέλινο και στην περιοχή της Καντάνου τις 30 του Μάη του 1823. Με την ουσιαστική και αποτελεσματική βοήθεια των οπλαρχηγών του Σελίνου με τον Ιάκ. Κουμή και τον ΤσισκοΦραγκιά και όχι μόνο, αλλά με πολλούς διακεκριμένους αρχηγούς της επαναστατημένης περιοχής των Χανιώ, αλλά και με τον πολέμαρχο Δημ. Καλλέργη τον Άστιγκα τον αδελφό του Αναγνώστη και άλλους, καταλάμβαναν την μια περιοχή μετά την άλλη μέχρι, που οι πολιορκούμενοι του κάστρου της Καντάνου, ήλθαν σε συνεννόηση μαζί του, προκειμένου να αποχωρήσουν, για τα Χανιά. Όμως ενώ ήταν σε εξέλιξη οι συνομιλίες, την νύχτα της 5ης προς την 6η του Ιούνη του 1823, οι πολιορκούμενοι, εγκατέλειψαν το κάστρο, κινούμενοι προς τα Χανιά. Οι οπλαρχηγοί κατηγόρησαν έντονα τον Τομπάζη, για την ανοχή του αυτή. Κυνήγησαν τους πορευομένους τούρκους και τους πρόφτασαν στον Σέμπρωνα, όπου σφαγιάστηκαν περί τους 1000, ενώ απ’τους επαναστάτες φονεύτηκαν 30. Οι σφαγές όμως την εποχή αυτή δεν είχαν τελειωμό σε όλο το νησί. Μετά και την πρώτη απελευθέρωση της Καντάνου (6-6-1823), ο Χουσεΐν πασάς εισέβαλε στο Σέλινο ένα χρόνο μετά (24 Απριλ. Του 1824) και πέρασε το χριστιανικό στοιχείο της επαρχίας, από φωτιά και σίδερο. Ακολούθησε η σφαγή του Λαφονησιού, όπου 600 γυναικόπαιδα και λίγοι υπερασπιστές των, σφαγιάστηκαν , από τους τούρκους, πάνω στο νησί, περιμένοντας πλοίο να τους μεταφέρει στην Ελλάδα.

        Όμως παρά τις σφαγές και ο άνισος αγώνας, κατά των τούρκων, οι επαναστάτες έκλεισαν τους κατακτητές στα κάστρα του νησιού…. Όσο όμως επαναστατικό αίμα κι’ αν χύθηκε, η Κρήτη θα εξαιρεθεί από το Πρωτόκολο του Λονδίνου, της 22ας Ιαν του 1830, που αναγνωρίζεται επίσημα η δημιουργία του Ελληνικού κράτους και παραδόθηκε στον Αιγύπτιο Πασά. Νέοι αγώνες, νέες επαναστάσεις, νέες περιπέτειες, νέες θυσίες περίμεναν ακόμη τους Κρητικούς, μέχρι να δουν τον τόπο τους λεύτερο.

 Η τελευταία πολιορκία της Καντάνου, που πραγματοποιήθηκε κάτω από την γιενιτσαρική διοίκηση του Σακήρ Πασά, συμμετείχαν και Σφακιανοί.

   Στον Ταγ/ρχης του Ελλ. Στρατού, υπό τον Βάσσο, Σφακιανό Μανουσογιαννάκη, έμπιτεύφθηκε  τα τέσσερα (4) ορεινά οβιδοβόλα, κι’ αυτός με την σειρά του, κάλεσε τον ξάδελφό του, τον Δασκαλάκη Γεώργιο (τον ΔασκαλοΓιώργη), απόγονο των Δασκαλογιάννηδω, με 70 Σφακιανούς να τα υπερασπίζουν και τα μετέφεραν εδώ στην περιοχή και στην θέση «του Δράκο ο πόρος».  Οι πρώτες βολές, κατατρομοκράτησαν τους υπερασπιστές του πύργου  και την νύκτα της 19ης προς την 20η του Φλεβάρη του 1897, τον εγκατέλειψαν. Ξημερώματα της ίδια μέρας, ο  ΔασκαλοΓιώργης, έτρεξε και πέρασε πρώτος το κατώφλι του μισοκατεστραμμένου οχυρού, καρφώνοντας το μπαϊράκι του, σ’ αυτόν. Και το συμπωματικό της ιστορίας …! Δυο οπλαρχηγοί και απόγονοι της  ιστορικής οικογένειας Δασκαλογιάννη, ελευθέρωσαν τον ίδιο πύργο, με διαφορά εβδομήντα επτά χρόνων.

  Η δράση, συνεχίστηκε από την ευρισκόμενη κοντά σε μας, νέα θέση τάξης τους, στου «Κοπέλι τα Χαράκια», κατά την πολιορκία του «Κάστρου της Καντάνου», όπου στην συμφωνηθείσα αποχώρηση των τούρκων απ’ αυτό (1η Μαρτη 1898). Ο Μανουσογιαννάκης, σε συνεννόηση και με τους οπλαρχηγούς των επαναστατών, διδραμάτισε σημαντικό διαπραγματευτικό ρόλο.

    Κυρίες και Κύριοι

 Στην παραδοσιακή φιλία των Σελινιωτών και των Σφακιανών, έρχεται σήμερα να τοποθετηθεί ακόμα ένα λιθαράκι, οι θυσίες των δύο επαρχιών είναι αμέτρητες, αλλά και το αίμα που έχυσε η μια για την άλλη, απροσδιόριστο. Όταν ανατρέξουμε στους απελευθερωτικούς αγώνες, θα σκοντάψουμε, στην θυσία του ΜπασιαδοΣταμάτη στα Σφακιά κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, αλλά και στην εμπιστοσύνη του ίδιου του Δασκ. που όρισε γιατρό των ξεσηκωμένων, τον Αγιερινιώτη Παπαγιαννάκη, την θυσία του Σαμαριανού Καλογερογιάννη στην Αχλάδα, του Νικηφ. Χατζηδάκη στο Αργαστήρι, του Τσελεπή στον Μπαμπακάδο, του γιου του ΧατζηΓιώργη του Μουριώτη, που αναφέραμε προηγουμένως, είναι μόνο λίγες, που κοσμούν το ιστορικό Πάνθεον των δύο επαρχιών μας και της Κρήτης. Το αίμα τους, αλλά και το αίμα όλων των ηρώων της εποχής, πότισε το δένδρο της λευτεριάς, στην σκιά του οποίου, σήμερα απολαμβάνουμε λεύτεροι.    

Μεγάλη τιμή, αποτίνουμε σήμερα, στον μνημονευόμενο Σφακιανό Κρητικό και Έλληνα ΗΡΩΑ Γεώργιο Δασκαλάκη η Τσελεπή.

          Ε. Κορκίδης – Μπαμπακάδος – Καντάνου – 20 Σεπτέμβρη 2020