Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Η οπλοφορία των Κρητικών και τα σχετικά μ’αυτήν σχόλια του πρ.υπουργού κ. Θ. Πάγκαλου



Του κ. Ευτ. Τωμαδάκη
πρ. καθηγητή της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Με αφορμή τον άδικο θάνατο του 25χρονου παλληκαριού στα Μυριοκέφαλα Ρεθύμνου την ημέρα της Λαμπρής από ένα 40χρονο φίλο του, ο οποίος τελούσε υπό την επήρεια μέθης,  ο κ. Θ. Πάγκαλος έκανε κάποια σχόλια στην εκπομπή των Β. Χιώτη και Ν. Παπαδόπουλου στο ΒΗΜΑFM της  22/4/14. Στα σχόλια αυτά ο πρ. υπουργός εξέφρασε την οργή του για το λυπηρό αυτό γεγονός και εκτίμησε ότι οι πυροβολισμοί που ρίχνονται από τους Κρητικούς στα γλέντια τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά φιγούρες. Πιστεύω ότι κανείς εχέφρων συμπολίτης  μας δε διαφωνεί  μ΄αυτήν την εκτίμηση του κ. Θ. Πάγκαλου για τις μπαλοθιές που πέφτουν συχνά πυκνά στα κρητικά γλέντια και οι οποίες μάλιστα τη στιγμή της κορύφωσης της διασκέδασης  των θαμώνων μετατρέπουν τη χαρά τους σε βαθύτατη λύπη και όχι σπάνια σε αγανάκτηση, οργή και βεντέτα.        
Αναμφισβήτητα η οπλοχρησία στα κρητικά γλέντια είναι μια συνήθεια ανόητη, επικίνδυνη και δαπανηρή (υπάρχει πιστόλι που με το πάτημα της σκανδάλης ρίχνει 14 σφαίρες!). Όμως ο κ. Θ. Πάγκαλος πρόσθεσε και τα εξής: «Στην Κρήτη ειδικά πρέπει να γίνει ένα ευρύτατο σχέδιο ανακατάληψης της νήσου όπου να αφοπλιστεί ο πληθυσμός. Αυτά που λένε τώρα οι Κρήτικοί ότι «εμείς πάντα όπλα είχαμε» και αφού είχαν όπλα γιατί δεν κάνανε επανάσταση το ’21 αλλά περιμένανε να τους απελευθερώσει η Ελλάδα όταν πλέον είχε γίνει κράτος;»             
Όλες αυτές οι αναφορές του κ. Πάγκαλου α) αδικούν κατάφωρα την Κρήτη, γιατί δε συνάδουν με την ιστορία της, β) βεβηλώνουν τη μνήμη των μυριάδων νεκρών της που σ’όλες τις περιόδους της ιστορίας της (και μάλιστα στην Επανάσταση του ’21) προτίμησαν τον ένδοξο θάνατο στα πεδία των μαχών για την ελευθερία τους αντί του φυσικού θανάτου μέσα σε μια σκλαβωμένη ζωή και γ) θίγουν το φιλότιμο του σημερινού κρητικού λαού που αισθάνεται υπερήφανος για τους προγόνους του οι οποίοι με αυταπάρνηση αγωνίστηκαν για την ελευθερία όχι μόνο της Κρήτης αλλά, εθελοντικά και της μητέρας πατρίδας [βλ. ‘Αλωση της Κωνσταντινούπολης, επανάσταση στην Πελοποπόννησο (βλ. Απομν. Μακρυγιάννη), Μακεδονικό Αγώνα, Βαλκανικούς πολέμους (Τάγμα επιλέκτων Κρητών υπό Αρ. Κριάρη), Β’ Παγκ. Πόλεμο κ.ά.].                                                                                  
Ας δούμε όμως τη βασιμότητα όσων ανέφερε ο κ. Πάγκαλος για το ότι οι Κρητικοί «δεν κάνανε Επανάσταση το ’21». Έπειτα θα εξετάσουμε τη δυνατότητα αλλά και τη σκοπιμότητα υλοποίησης του αφοπλισμού του κρητικού λαού.                             
α) Από καμία ιστορική πηγή ελληνική ή ξένη  (σύγχρονη ή μεταγενέστερη) της Εθνικής Επανάστασης του 1821 δεν αναφέρεται ότι η Κρήτη δεν επαναστάτησε κατά της Τουρκικής κυριαρχίας την περίοδο αυτή (1821-1830). Είναι αλήθεια ότι η Επανάσταση στην Κρήτη δεν κηρύχτηκε ταυτόχρονα με την κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο (21-25 Μαρτίου 1821). Ο ιστορικός Σπυρ. Τρικούπης γράφει: «Αν και η επανάστασις εξηπλώθη καθ' όλην την Πελοπόννησον και διεδόθη και εις το Αιγαίον, αν και πλοία υπό σημαίαν ελληνικήν εφαίνοντο κατά τα παράλια της Κρήτης, οι κάτοικοι αυτής χριστιανοί,  και επί των πεδινών και επί των ορεινών τόπων, δεν εσείσθησαν παντάπασιν.» (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τομ. Α’, Έκδ. Ι.Ν.Σιδέρη, Αθήναι 1925, σσ. 145-146).                                     
Εικάζω ότι ο κ. Πάγκαλος υιοθέτησε αβασάνιστα την παραπάνω άποψη του Τρικούπη για τους Κρητικούς, την οποία όμως ανασκεύασαν άλλοι ιστορικοί και κυρίως ο Βασ. Ψιλάκης (Ιστορία της Κρήτης, Τομ. Γ’, Εν Χανίοις 1909,σσ. 335-336). Ο Τρικούπης, όπως σωστά παρατήρησε ο Γρηγ. Παπαδοπετράκης (Ιστορία των Σφακίων, Εν Αθήναις 1888, σ. 169), κατέληξε σ’αυτό το συμπέρασμα «εκ της βραδύτητος των εχθροπραξιών», επειδή δηλ. οι Κρητκοί δεν επαναστάτησαν ταυτόχρονα με τους Πελοποννήσιους ή και με μερικούς άλλους νησιώτες κατά την περίοδο απο 21 Μαρτίου ’21 – επεισόδιο στα Καλάβρυτα – μέχρι και το β΄10ήμερο του Απριλ.’21 (Σπέτσες, Ψαρά, Ύδρα, Σάμος, Μύκονος, Κάσος). Περισσότερο επικριτικός ο Ψιλάκης επισημαίνει ότι ο Τρικούπης «δεν εγίνωσκε τι εγίνετο και αληθώς εν τη μεγαλομάρτυρι νήσω συνέβαινε» (σ.336, υποσ. 1).
Ο ίδιος ο Τρικούπης, μονολότι κατέγραψε αυτά για τους Κρητικούς, παραθέτει πλήθος στοιχείων για τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Κρήτη και μεταξύ άλλων τονίζει (σ.144): «Ουδαμού της αποστατησάσης Ελλάδος ο αριθμός των Τούρκων ως προς τον των χριστιανών ήτο τόσον πολύς, ή ο χαρακτήρ αυτών τόσον κακοποιός, ή το σύστημά των τόσον ολέθριον, όσον εν Κρήτη». Τις  δύσκολες συνθήκες, στις οποίες ζούσαν οι χριστιανοί της Κρητης τότε, έχοντας υπόψη του και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος επισημαίνει: «Άπορον δε θέλει φανή πώς και αύτη (δηλ.  η Κρήτη) επανέστη και μάλιστα πώς κατόρθωσε να παρατείνη μέχρι τινός την επανάστασιν αυτής άμα αντιπαραβάλωμεν  τα κατά την νήσον ταύτην προς την της Πελοποννήσου κατάστασιν και θέσιν» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμ. ΣΤ΄, 1925, σ.77).          Σχετικά με την αναλογία Ελλήνων και Τούρκων στην Κρήτη το 1821 οι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν στις 290 χιλιάδες, από τους οποίους οι 160 χιλ. ήταν Έλληνες και οι 130 χιλ. Τούρκοι. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι, ενώ στην Πελοπόννησο υπήρχε μόνο ένας πασάς-διοικητής, στην Κρήτη υπήρχαν τρεις πασάδες-διοικητές με τρία διοικητικά κέντρα-κάστρα (Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Χανιά ). Ο πασάς του Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου) είχε το αξίωμα του Βεζύρη. Σχετικά με τη σύνθεση του πληθυσμού στην  Πελοπόννησο αναφέρεται ότι ανά 11 Έλληνες αντιστοιχούσε 1 Τούρκος, ενώ στην Κρήτη ανά 1,2 Έλληνες αντιστοιχούσε 1 Τούρκος.                                    
΄Ομως οι Κρητικοί, παρά τις όποιες δυσχέρειες αντιμετώπιζαν, επαναστάτησαν κατά του Τούρκου κατακτητή και δεν περίμεναν άπραγοι από το ελληνικό κράτος να τους χαρίσει την ελευθερία τους. Το ότι οι Κρητικοί δεν ξεσηκώθηκαν ταυτόχρονα με τους Πελοποννήσιους τον Μάρτιο του ’21 ή τον Απρίλιο ή ακόμη και τον Μάιο αυτό δε σημαίνει ότι δεν επαναστάτησαν κατά του αιμοχαρή Τούρκου κατακτητή. Και άλλες τουρκοκρατούμενες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, λόγω των κατά τόπους ειδικών συνθηκών, επαναστάτησαν σχεδόν δυο μήνες (ή και παραπάνω) από την ημέρα κήρυξης της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Η Δυτική Στερεά (Μεσολόγγι) επαναστάτησε στις 20 Μαΐου του ’21, η Εύβοια στις 8 Μαΐου, η Χαλκιδική στα μέσα Μαΐου, η ΝΑ Θεσσαλία (Μηλιές) 7 Μαΐου, η Ήπειρος τον Ιούνιο –Ιούλιο του ’21, ενώ η Δ. Μακεδονία τον Φεβρ. του ’22 και ο Όλυμπος τον Μάρτιο του ’22. Και από τα νησιά η Σαντορίνη στις 5 Μαΐου, ενώ η Άνδρος στις 10 Μαΐου.       
Και στην Κρήτη, όπως είχε συμβεί στην Πελοπόννησο αλλά και σε άλλες περιοχές, από το 1819 είχαν φθάσει απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας οι οποίοι είχαν μυήσει πολλούς στην Εταιρεία και αυτοί με τη σειρά τους άλλους (Εμμ. Βερνάρδος, Παγκ. Βαρνάβας, Αναγν. Μανουσογιαννάκης κ.ά.). Με την αναγκαία μυστικότητα  προετοίμαζαν την εξέγερση και στην Κρήτη.  Βέβαια η πικρή εμπειρία από την πανωλεθρία στην οποία είχε καταλήξει, κυρίως για τους Σφακιανούς, η επανάσταση του Ιωάννη Βλάχου (=Δασκαλογιάννη) το 1770 έκανε τους Κρητικούς επιφυλακτικούς και πιο προσεκτικούς για μια νέα απόπειρα αποτίναξης του Τουρκικού ζυγού. Παρόμοιες ήταν, ως γνωστό, και οι κινήσεις και οι αντιδράσεις και στην Πελοπόννησο λόγω της αποτυχίας των Ορλωφικών (βλ. τη μυστική σύσκεψη προκρίτων, αρχιερέων και Φιλικών στη Βοστίτσα 26-29 Ιαν. 1821). Όπως στην Πελοπόννησο, όταν η Τουρκική διοίκηση άρχισε να υποψιάζεται τις κινήσεις των Ελλήνων  για εξέγερση – ήδη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες εξελισσόταν το κίνημα του Αλ. Υψηλάντη – κάλεσε στις αρχές Μαρτίου του 1821 τους προκρίτους και αρχιερείς της Πελοποννήσου στην Τριπολιτσά με το πρόσχημα της έκτακτης σύσκεψης (ενώ ο σκοπός της ήταν να τους κρατήσει ως ομήρους και εγγυητές της υποταγής των κατοίκων), έτσι ακριβώς και στην Κρήτη τέθηκε σε εφαρμογή το ίδιο σχέδιο, το οποίο αναμφισβήτητα  είχε καταστρωθεί από την Υψηλή Πύλη. Όταν έφθασαν στην Κρήτη οι ειδήσεις για την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ο βεζύρης του Μεγάλου Κάστρου εξανάγκασε τον Μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη να προσκαλέσει στο Ηράκλειο με την πρόφαση συσκέψεως και εδώ τους επισκόπους της νήσου. Έτσι άρχισε το σχέδιο εκφοβισμού και τρομοκράτησης των χριστιανών του νησιού. Ο μητροπολίτης Γεράσιμος όμως, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, παράλληλα με την πρόσκληση, αλλά μυστικά, ειδοποιούσε τους επισκόπους να μην προσέλθουν στη σύσκεψη. Πέντε επίσκοποι, οι οποίοι παρά ταύτα πήγαν στο Ηράκλειο, κρατήθηκαν ως όμηροι και για εκφοβισμό των χριστιανών (κληρικών και λαϊκών) απαγχονίστηκαν από τις Τουρκικές αρχές.
Οι πολύπαθοι και ανυπότακτοι Σφακιανοί παρακολουθούσαν τις βιαιοπραγίες των Τούρκων στο νησί και ήταν ανήσυχοι για την τύχη ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού της Κρήτης. Με άκρα μυστικότητα συνήλθαν στα «Γλυκιά Νερά» των Σφακίων στις 7 Απρ. ’21 οι γέροντες και οι φρονιμότεροι Σφακιανοί, όπου εξέτασαν τη διαμορφούμενη κατάσταση, στάθμισαν τα πράγματα και, επειδή έκριναν ότι υπάρχει παγγενής κίνδυνος στο νησί, αποφάσισαν ομοφώνως να κηρύξουν την επανάσταση, παραμερίζοντας τις επιφυλάξεις τους για τη σύμπραξη και των άλλων επαρχιών και τους φόβους τους για απομόνωση της Κρήτης, όπως είχε συμβεί στην Επανάσταση του Δασκαλογιάννη. Έκριναν όμως σκόπιμο να θέσουν την  απόφασή τους υπό την έγκριση των πολλών, οι οποίοι θα σήκωναν στις πλάτες τους και το μεγαλύτερο βάρος του άνισου αγώνα. Συνήλθαν λοιπόν στις 15 Απρίλ. του ’21 στην εκκλησία της Παναγίας στο Λουτρό Σφακίων όλοι οι πρόκριτοι των Σφακίων σε αντιπροσωπευτικότερη  συνέλευση όπου αποφάσισαν και αυτοί παμψηφεί την κήρυξη της Επανάστασης και έδωκαν εντολές στους εμποροπλοιάρχους των Σφακίων (είχαν πάνω από 30 τριίστια πλοία) με δικές τους δαπάνες να προμηθεύονται από όπου μπορούσαν  όπλα και πολεμοφόδια για τις ανάγκες του πολέμου.                                                            
Οι Τούρκοι επιμόνως ζητούσαν από τους Σφακιανούς να τους παραδώσουν τα όπλα (ήταν όλα κι όλα περίπου 800!) για να πάρουν από τον Καλλικράτη τη Λεωνίδεια απάντηση των Σφακιανών: «Λοιπόν εξάπαντος θέλετε, αγάδες, τα όπλα μας, δια να πάρετε με ευκολίαν ύστερα και τη ζωή μας! Δεν σας τα δίδομεν λοιπόν και ας έλθουν οι πασάδες να τα πάρουν. Και εσείς να φύγετε το ντελόγο (=πάραυτα) από ’πα να μην φάτε και την κεφαλή σας» (Παπαγρηγοράκης, σ.181).                                                     
Ύστερα από αυτά η ιαχή της Επανάστασης μεταδιδόταν αστραπιαία από άκρου εις άκρον στην Κρήτη και κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη συγκρότησης μιας Ανώτατης πολιτικής Αρχής που θα διαχειριζόταν όλα τα ζητήματα της Επανάστασης.                                    
Όπως στην Πελοπόννησο συγκροτήθηκαν αρχικά τοπικά συμβούλια για τη διαχείριση του πολέμου (Μεσσηνιακή Γερουσία, Αχαϊκό Διευθυντήριο, Καγκελλαρία του Άργους και έπειτα η Πελοποννησιακή Γερουσία) αλλά και σε άλλες περιοχές [Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος (Μεσολόγγι) και Άρειος Πάγος (=Γερουσία Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος) (Σάλωνα)], έτσι και στην Κρήτη συγκλήθηκε συνέλευση στο Λουτρό Σφακίων στις 21 Μαΐου του ’21 και εξέλεξε την Καγκελλαρία των Σφακίων (ένα εξαμελές συμβούλιο από ευκατάστατους και συνετούς Σφακιανούς και ένα γραμματέα, πρόσφυγα από το Ηράκλειο). Έδρα της Καγκελλαρίας ορίστηκε το Λουτρό. Στις 29 Μαΐου του ’21 η Καγκελλαρία συγκάλεσε Γενική Συνέλευση στην εκκλησία της Παναγίας της Θυμιανής στα Σφακιά για την εκλογή των οπλαρχηγών όλων των επαρχιών της Κρήτης. Εκλέχτηκε 50μελής επιτροπή (33 Σφακιανοί και 17 από την υπόλοιπη Κρήτη)  και αυτή προχώρησε στην εκλογή των οπλαρχηγών – στρατηγών οι οποίοι θα αναλάμβαναν την οργάνωση των επαναστατών στις επαρχίες. Τα Σφακιά ορίστηκαν ως Γενικόν Στραταρχείον Κρήτης. Ακολούθησε στ’ Ασκύφου Στρατιωτικό Συμβούλιο των στρατηγών στο οποίο πάρθηκαν αποφάσεις για τον χρόνο και τον τρόπο των επιθέσεων.                                                                    
Η πρώτη οργανωμένη μάχη έγινε στον Λούλο Χανίων στις 14 Ιουνίου 1821. Ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες. Αρχιτέκτονας της νίκης ήταν ο Γεώργιος Δασκαλάκης, ο και Τσελεπής επονομαζόμενος, εγγονός του θρυλικού ήρωα Δασκαλογιάννη. Έκτοτε γενικεύτηκαν οι συγκρούσεις [Άη Γιάννης, Αργυρούπολη (16 Ιουν.), Επισκοπή, Φρούριο Αρμυρού (19 Ιουν.), Αμάρι, Άγιος Βασίλειος, Αυλοπόταμος κ.ά.)]. Μέσα σε 20 μέρες οι επαναστάτες καθάρισαν τη μισή Κρήτη.                                                                  
Οι Τούρκοι έντρομοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και κλείνονταν στις πόλεις – κάστρα όπου επιδίδονταν στη σφαγή των εκεί Χριστιανών (ανδρών – γυναικών, γερόντων και παιδιών), ενώ οι ξεκουκούλωτοι Κρητικογενίτσαροι έκαιγαν μοναστήρια και εκκλησίες και έσφαζαν αρχιερείς, ηγουμένους, κληρικούς και μοναχούς. Στις 15 Ιουνίου απαγχονίστηκε στα Χανιά ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης (μυημένος στη Φιλική Εταιρεία) και στις 24 Ιουνίου ο μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης, Φιλικός και αυτός όπως είπαμε παραπάνω, κατακρεουργήθηκε στο Ηράκλειο. Οι ιστορικοί καταγράφουν τον θάνατο 730-800 χριστιανών στο Ηράκλειο σε μια μόνο ημέρα (23 Ιουν. 1821).
Η Υψηλή Πύλη ανησυχούσε μήπως επικρατήσει η Επανάσταση στην Κρήτη, οπότε οι Κρητικοί θα έσπευδαν να ενισχύσουν τους επαναστάτες στην Πελοπόννησο. Έθεσε λοιπόν σε εφαρμογή ένα σχέδιο ολέθριο για την Κρήτη και για την Πελοπόννησο (αν όχι για όλη την επαναστατημένη Ελλάδα). Συμφώνησε με τον φιλόδοξο σατράπη της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή (αλβανικής καταγωγής γεννημένο στην Καβάλα το 1769) να αναλάβει αυτός με δικές του δυνάμεις και δαπάνες την καταστολή της Επανάστασης στην Κρήτη με αντάλλαγμα την παραχώρηση σε αυτόν της διοίκησης και της νομής της Κρήτης για μια 10ετία. Έτσι ο σουλτάνος Μαχμούτ θα πετύχαινε «μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια», δηλ. την εξασφάλιση της κυριαρχίας του τόσο στην Κρήτη όσο και στην Πελοπόννησο (τουλάχιστον).              
Στις 22 Μαΐου 1822 κατέφθασαν στη Σούδα 114 πλοία από τα οποία αποβιβάστηκαν 10 χιλ. τακτικού αιγυπτιακού στρατού, πολλοί άτακτοι Αλβανοί και αρκετό ιππικό. Όλη η δύναμη ήταν υπό τη διοίκηση του Χασάν Πασά, γαμπρού του Μεχμέτ Αλή. Παρόμοιες αποβάσεις αιγυπτιακού στρατού στην Κρήτη επαναλήφθηκαν και αργότερα. Μέσα σε δυο χρόνια οι δυνάμεις κατοχής κατάφεραν, παρά την αντίσταση των χριστιανών κατοίκων, να ελέγξουν την κατάσταση στο νησί και με πρωτοφανείς αγριότητες να κάμψουν τη δύναμη, όχι όμως και το φρόνημα, των επαναστατών. Το σουλτανικό σχέδιο επέτυχε και στις 22 Φεβρ. του ’24 αιγυπτιακές δυνάμεις από 4 χιλ. πεζούς και 500 ιππείς υπό τον Ιμπραήμ αποβιβάζονταν στη Μεθώνη (είχαν αποπλεύσει από τη Σούδα αρχές Φεβρ.) με τις γνωστές συνέπειες για την εξέλιξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και όχι μόνον. Οι Κρητικοί δε σταμάτησαν, έστω και με τη μορφή αντάρκτικων ομάδων (των Καλησπέριδων), να αγωνίζονται για τη λευτεριά τους, στο όνομα της οποίας πρόσφεραν εκατόμβες νεκρών (Μίλατος, Μελιδόνι κ.ά.). Γενικά εκτιμάται ότι την περίοδο 1821-1830 χάθηκε ο μισός χριστιανικός πληθυσμός της Κρήτης (βλ. Στεφ. Α. Ξανθουδίδου, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, Εν Αθήναις 1909, σ. 140). Όμως οι θυσίες των Κρητικών δε δικαιώθηκαν, όταν με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22 Ιαν. / 3 Φεβρ. του 1830 αναγνωρίστηκε η ίδρυση ελεύθερου και ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, επειδή η Κρήτη έμενε εκτός των ορίων του. Γι΄ αυτό δε θα ήταν υπερβολή, αν υποστήριζε κάποιος ότι οι Κρητικοί πλήρωσαν την ανδρεία τους στον αγώνα κατά των Τούρκων με άλλα 68 χρόνια σκλαβιάς μέχρι το 1898 [για 10 χρόνια υπό τους Τουρκοαιγύπτιους (1830-1840) και για άλλα 58 χρόνια και πάλι υπό τους Τούρκους]. Και τότε οι επαναστάσεις των Κρητικών κατά των Τούρκων κατακτητών  ήταν συνεχείς με στόχο την απελευθέρωση και την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Επομένως και πάλι ελέγχεται ως ανακριβής η εκτίμηση του κ. Πάγκαλου ότι τάχα οι Κρητικοί περίμεναν το Ελληνικό Κράτος, όταν δημιουργήθηκε, να τους ελευθερώσει. Οποία αδικία!     β) Και τώρα ας δούμε τα σχετικά με τον αφοπλισμό των Κρητικών για τον οποίο μίλησε ο κ. Πάγκαλος. Η οπλοφορία στην Κρήτη είναι παράδοση πολλών αιώνων, αλλά πάντα σχετιζόταν με τους τυράννους των Κρητικών. Παραθέτω το επόμενο ποίημα, το οποίο είναι μετάφραση ενός ποιήματος του αρχαίου Κρητικού ποιητή Υβρία (500 π.Χ.). Το ποίημα σε μετάφραση του Εμμ. Βιβυλάκη δημοσιεύτηκε μαζί με το πρωτότυπο στην εφημερίδα «Ραδάμανθυς» το 1841 στον Βαφέ Αποκορώνου:

Ο πλούτος μου είναι το σπαθί κι η δόξα το τουφέκι                                                                                                                                                            που ρίχνει στους τυράννους μου φωτιά κι αστροπελέκι.                                

Για γούνα έχω το ράσο μου, κοντό χωρίς τσοχάδες,                                           

 οπού σκεπάζει το κορμί, που δεν ψηφά τσ’ αγάδες.                                            

Μ’ αυτά τρυγώ, μ’ αυτά πατώ, μ’ αυτ’ αλωνοθερίζω,                                        

 μ’ αυτά και τσ’ αξαρμάτωτους σαν βασιλιάς ορίζω.                                           

Κι όσοι στη μέση τ’ άρματα σαν άνδρες δε φορούσι                                         

 σαν σκύλοι στα ποδάρια μου πέφτουν και προσκυνούσι.

(Από την έκδοση Παύλου  Γ. Βλαστού, Ο γάμος εν Κρήτη. Εν Αθήναις 1893. Φωτοτυπική ανατύπωση 1987).
Σε περιόδους τυραννίας λοιπόν οι Κρητικοί «εσιδηροφόρουν», αλλά σε περιόδους ειρήνης και ελευθερίας, όπως είναι και η εποχή που ζούμε, δεν μπορεί να είναι ανεκτή ούτε η οπλοφορία ούτε βέβαια η οπλοχρησία. Η οπλοκατοχή όμως είναι άλλο ζήτημα και οφείλουμε να τη δούμε από διαφορετική σκοπιά. Η Κρήτη πολλές φορές στο παρελθόν βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπιστεί μόνη της την ελευθερία της, την ύπαρξή της. Τα όπλα όμως που είχε στη διάθεσή της ήταν λίγα και δεν επαρκούσαν για τον εξοπλισμό των κατοίκων – υπερασπιστών της. Εκτός από την περίοδο της Επανάστασης του ’21, κατά την οποία οι Τούρκοι μπορούσαν να παρατάξουν 20 χιλ. τακτικού και καλά εξοπλισμένου στρατού ενώ οι Έλληνες μόνο 3 χιλ. το πολύ, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη θρυλική Μάχη της Κρήτης (20-30 Μαΐου 1941) οι Κρητικοί, τις πρώτες μέρες τουλάχιστον, όρμησαν στη μάχη σχεδόν άοπλοι (με τις κατσούνες και τα τσεκούρια), επειδή το 1938 το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε επιβάλει τον αφοπλισμό των κατοίκων της μεγαλονήσου. Η δύναμη πυρός της άμυνας της Κρήτης στη γερμανική λαίλαπα είχε εξασθενήσει για δυο ακόμα λόγους:            α) γιατί η V μεραρχία είχε μεταφερθεί στο μέτωπο της Βορείου Ελλάδας για την απόκρουση της Ιταλικής επίθεσης και β) γιατί τουλάχιστον οι Έλληνες μαχητές που είχαν μεταφερθεί όπως όπως από την Ελλάδα στην Κρήτη (κυρίως νεοσύλλεκτοι στρατιώτες, μαθητές της Σχολής Ευελπίδων και οπλίτες της Σχολής Χωροφυλακής) ή αποβιβάστηκαν στο νησί εντελώς άοπλοι ή σε όσους διέθεταν όπλο είχαν δοθεί ελάχιστα φυσίγγια (5-20). Τον εξοπλισμό των Ελλήνων μαχητών στην Κρήτη είχαν υποσχεθεί οι σύμμαχοι (Άγγλοι), αλλά ποτέ δεν τον πραγματοποίησαν, για πολλούς λόγους. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού:
Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη,
ξαρμάτωτη την ηύρηκες και λείπαν τα παιδιά της...
(ξαρμάτωτη, ακριβώς γιατί οι Έλληνες υπερασπιστές της ή δεν είχαν καθόλου ή είχαν ελλιπέστατο οπλισμό· και λείπαν τα παιδιά της, γιατί η V μεραρχία, την οποία στελέχωναν Κρητικοί, είχε μεταφερθεί αλλού).
Χαρακτηριστικοί όμως είναι και οι στίχοι άλλου δημοτικού τραγουδιού που αναφέρεται στον εξοπλισμό των Κρητικών στη Μάχη της Κρήτης:

...κι ο Διγενής σέρνει φωνή από τον Ψηλορείτη:
-Απού’χει άρματ’ ας βαστά και απού δεν έχει ας βρίστει.
(Δηλ. όποιος έχει όπλα να τα κρατά και όποιος δεν έχει να βρίσκει, σκοτώνοντας δηλ. τον εχθρό να παίρνει τα όπλα του)                                                                             
Αυτές οι διαπιστώσεις μάς επιτρέπουν να σκεφτούμε πως αν δεν είχε γίνει ο αφοπλισμός των κατοίκων της Κρήτης το 1938 ή αν οι Κρητικοί είχαν εξοπλιστεί όσο και όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις και αν είχαν τοποθετηθεί αυτοί στην πρώτη γραμμ ή στη Μάχη της Κρήτης, για παράδειγμα αν σ΄αυτούς είχε ανατεθεί η υπεράσπιση του Υψώματος 307 στο Μάλεμε, πιθανότατα η εξέλιξη της Μάχης της Κρήτης να ήταν διαφορετική από αυτήν που όλοι γνωρίζουμε με αλυσιδωτές συνέπειες.                           
Η οπλοφορία και οπλοχρησία των Κρητικών λοιπόν πρέπει να σταματήσει, γιατί όχι μόνο δε βοηθάει σε τίποτα το νησί αλλά είναι και επικίνδυνη, αφού τροφοδοτεί με αλαζονεία, εγωισμό και ψευτοπαλληκαριά ανόητους χρήστες, οι οποίοι έχουν πολλές φορές βυθίσει σε πένθος τον πληθυσμό με τους επιπόλαιους χειρισμούς των όπλων και τους άσκοπους πυροβολισμούς. Καλό θα ήταν, επίσης, να μην επιτρέπεται ούτε η οπλοκατοχή στο νησί και ακόμα καλύτερο να μην υπάρχει ανάγκη να κατασκευάζονται τα φονικά όπλα και να χρησιμοποιούνται για την αλληλοεξόντωση των ανθρώπων όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και πουθενά στην οικουμένη. Επειδή όμως «όσο η φύση των ανθρώπων θα εξακολουθεί να είναι η ίδια, δεν θα παύσουν οι πόλεμοι» και για να μη βρεθεί ξανά η Κρήτη στην αδυναμία που βρέθηκε πολλάκις στο παρελθόν και κυρίως στη Μάχη της Κρήτης το Μάϊο του 1941, δε θα ήταν φρόνιμο από την πλευρά της Ελληνικής πολιτείας να επιχειρηθεί, όπως προτείνει ο κ. Πάγκαλος, ο αφοπλισμός των κατοίκων, γιατί και αδύνατος είναι, αφού όλα τα όπλα δεν είναι δηλωμένα ούτε κρέμονται μόνο δίπλα στα εικονίσματα των σπιτιών, και εθνικά επικίνδυνος. Αυτό που οφείλει η Ελληνική πολιτεία είναι να ελέγξει την οπλοφορία και την οπλοχρησία και πριν από αυτό να σταματήσει την παράνομη εισαγωγή όπλων στο νησί με τα οποία εφοδιάζονται όλοι αυτοί οι ανόητοι κουμπουρατζήδες.                                               
Ύστερα από όλα αυτά διερωτάται ο απλός πολίτης: γιατί ο κ. Πάγκαλος με τις παραπάνω δηλώσεις του έδωκε το δικαίωμα, όχι αδικαιολόγητα βέβαια, να σκεφτεί κανείς πόσο θα μπορούσε να υπερασπιστεί τα εθνικά μας συμφέροντα ένας επικεφαλής της Ελληνικής Διπλωματίας με τέτοια στρεβλή ενημέρωση και με τέτοιες εμπρηστικές και διχαστικές δηλώσεις;

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Εκδήλωση στον Πύργο του Σταυρού της Καντάνου

Εκδήλωση από το Σύλλογο Επιστημόνων Σελίνου και πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής, στον Πύργο του Σταυρού της Καντάνου, στις 28-6-2014

Ο Σύλλογος Επιστημόνων Σελίνου ανακοινώνει ότι σε συνεργασία με  τον Πολιτιστικό και μορφωτικό σύλλογο Καντάνου, τον Πολιτιστικό σύλλογο του Ανατολικού Σελίνου «το Ψηλάφι», τον Φιλοπρόοδο σύλλογο Ροδοβανίου, τον Πολιτιστικό σύλλογο Καμπανιωτών-Μαραλιωτών και τον σύλλογο των απανταχού Μαζιωτών "Οι ρίζες", διοργανώνουν στις 28 Ιουνίου 2014, ημέρα Σάββατο και ώρα 10.30 εκδήλωση στον Πύργο του  Σταυρού της Καντάνου.
Ο Σταυρός της Κανδάνου  είναι ένας από τους πιο ιστορικούς  τόπους του Σελίνου αλλά και ολόκληρου  του νομού Χανίων, αφού εκεί έγιναν  πάρα πολλές μάχες  με τους Τούρκους κατά τις διάφορες  Κρητικές επαναστάσεις, από την επανάσταση του  1821 μέχρι και την επανάσταση του 1896-1897.
Εκδήλωση  στον  τόπο  αυτό  γίνεται για πρώτη φορά  από  τότε που τελείωσαν οι επαναστάσεις  πριν 117 χρόνια,  δηλαδή το 1897.  Στην εκδήλωση που θα γίνει θα είναι κύριος ομιλητής ο πρ. καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής στο πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ευτ. Τωμαδάκης.
.
Η εκδήλωση έχει σαν σκοπούς:
1)Την απόδοση φόρου τιμής στο πλήθος των επαναστατών  που σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν και πολέμησαν  στις μάχες που δόθηκαν με τους Τούρκους στην περιοχή.
2)Στο να δοθεί η δυνατότητα σε πολλούς  που ενδιαφέρονται να επισκεφτούν  την περιοχή,  που είναι δυσπρόσιτη ,  να το κάνουν οργανωμένα,  να ξεναγηθούν στα ερείπια του Πύργου του Σταυρού της Καντάνου, στις βάρδιες των διαφόρων αρχηγών και να δουν  τα διάφορα μετερίζια που χρησιμοποιούσαν οι αντιμαχόμενοι .
3)Να ακούσουν οι επισκέπτες  έγκυρες ιστορικές αναφορές  για  τα γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή  στις διάφορες επαναστάσεις.
4)Να απολαύσουν οι επισκέπτες την καταπληκτική θέα που παρουσιάζει η περιοχή του Πύργου του Σταυρού.
5)Να αποτελέσει η εκδήλωση αυτή την απαρχή μιας  προσπάθειας για την ανακατασκευή του Πύργου στο μέλλον και τη βελτίωση των δρόμων προσπέλασης στην περιοχή, πράγμα που θα συμβάλει στην πρόοδο και ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής.

Η μετάβαση θα γίνει από το χωριό Σκάφη Σελίνου. Ο αυτοκινητόδρομος που υπάρχει φθάνει μέχρι την καλλιέργεια και το οίκημα Τωμαδάκη που βρίσκεται  στην τοποθεσία Σταυρός. Από την καλλιέργεια αυτή  μέχρι τον Πύργο του Σταυρού δεν υπάρχει αυτοκινητόδρομος και η μετάβαση θα γίνει με τα πόδια. Η απόσταση καλλιέργειας-Πύργου είναι περίπου 500 μέτρα, με μικρή  υψομετρική διαφορά.
 Επειδή ο δρόμος από την Σκάφη μέχρι τον Σταυρό δεν είναι  καλός τα μόνα αυτοκίνητα  που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι τα 4Χ4 η τα Τζίπ. Δεν μπορούν να πάνε  άλλα επιβατικά αυτοκίνητα η  αγροτικά  που δεν είναι 4Χ4.
Πληροφορίες από τον Πρόεδρο του Συλλόγου Επιστημόνων Σελίνου κ. Λουκά Μπασιά στο τηλέφωνο  6977. 39.02.73.